- στραταρχικός
- η , ό[ν] маршальский;
στραταρχική ράβδος — маршальский жезл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραταρχική ράβδος — маршальский жезл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραταρχικός — fit for command masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταρχικός — ή, ό / στραταρχικός, ή, όν, ΝΑ [στρατάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατάρχη («στραταρχική ράβδος» ράβδος χαρακτηριστική τού αξιώματος που έχει ο στρατάρχης) αρχ. (για πρόσ.) κατάλληλος για το αξίωμα τού στρατάρχη … Dictionary of Greek
στραταρχικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο στρατάρχη: Στραταρχική ράβδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραταρχικοί — στραταρχικός fit for command masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταρχικούς — στραταρχικός fit for command masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)